- ματαιοπόνος
- ματαιοπόνοςlabouring in vainmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ματαιοπόνος — ματαιοπόνος, ον (Α) αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργο πόνος, οφθαλμο πόνος)] … Dictionary of Greek
ματαιοπόνον — ματαιοπόνος labouring in vain masc/fem acc sg ματαιοπόνος labouring in vain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοπόνε — ματαιοπόνος labouring in vain masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοπόνοις — ματαιοπόνος labouring in vain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοπόνου — ματαιοπόνος labouring in vain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοπόνων — ματαιοπόνος labouring in vain masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ματαιοπονώ — (Α ματαιοπονῶ, έω) [ματαιοπόνος] κοπιάζω στα χαμένα, χάνω άδικα τον καιρό μου («ματαιοπονώ με το να προσπαθώ να τήν πείσω») … Dictionary of Greek
ԶՐԱՋԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ματαιοπόνος frustra laborans Որ ʼի զուր ջանայ. եւ որ ինչ ʼի զուր գործի. սնավաստակ. *Անմտաց եւ իգացեալ ոգւոց են իրքն, յողալեաց եւ զրաջանից: Վասն օդոյ ոտից յուղանալոյ խօսէի, եւ վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)